ομφαλομεσεντέριος

ομφαλομεσεντέριος
-α, -ο
(για όργανα) αυτός που συνδέει το έντερο με τον ομφαλό στο έμβρυο («ομφαλομεσεντέριος πόρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομφαλομεσεντερικός — ή, ό ομφαλομεσεντέριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. omphalomesenteric < ομφαλός + μεσέντερο / μεσεντέριο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”